μικρομάγαζο

μικρομάγαζο
το
μικρό μαγαζί που κάνει μικρεμπόριο, μαγαζάκι, ψιλικατζίδικο.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • κουτσομάγαζο — το μικρό μαγαζί, μικρομάγαζο. [ΕΤΥΜΟΛ. < κουτσο * + μάγαζο (< μαγαζί), πρβλ. μικρο μάγαζο, φτηνο μάγαζο] …   Dictionary of Greek

  • μαγαζάκι — το μικρό κατάστημα πώλησης ή μικρό εργαστήριο, μικρομάγαζο …   Dictionary of Greek

  • μικρ(ο)- — (ΑΜ μικρ[ο]) τύπος «σύνθετου υποκοριστικού» (πρβλ. λιγο , χαμο , υπο κ.ά.) που ανάγεται στο επίθ. μικρός*. Δηλώνει σμίκρυνση ή υποκορισμό τής σημ. τού β συνθετικού, ενώ χρησιμοποιείται και για να προσδώσει μειωτική σημ. στο β συνθετικό (πρβλ.… …   Dictionary of Greek

  • τρυπούλα — η, Ν υποκορ. 1. μικρή τρύπα 2. μτφ. μικρομάγαζο …   Dictionary of Greek

  • κουτσομάγαζο — το μικρομάγαζο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”